- σύψυχος
- η , ο1) всей душой, от всей души, сердечно; 2) см. σύξυλος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύψυχος — η, ο, Ν βλ. σύμψυχος … Dictionary of Greek
σύψυχος — η, ο με όλους τους άντρες που είναι σ αυτό, αύτανδρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύμψυχος — η, ο / σύμψυχος, ον, ΝΜΑ, και σύψυχος Ν νεοελλ. μσν. αύτανδρος («το καράβι βούλιαξε σύψυχο») αρχ. 1. αυτός που έχει το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλον («ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν άγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῡντες», ΚΔ) 2. ο ενωμένος… … Dictionary of Greek